- φιλόγελως
- -γέλωτος, ὁ, ἡ, και ως επίθ. φιλόγελως, -ων, ΜΑ1. αυτός που γελά εύκολα, ο επιρρεπής στο γέλιο2. ως κύριο όν. Φιλόγελωςτίτλος συλλογής αποτελούμενος από 265 ευτράπελα αποφθέγματα, χαρακτηρισμούς, ανέκδοτα και αστεία, η οποία, σύμφωνα με το λεξ. Σούδα, ήταν έργο τού μιμολόγου Φιλιστίωνος ή, κατ' άλλους, τών γραμματικών τού 5ου μ.Χ. αιώνα Ιεροκλέους και Φιλαγρίουμσν.το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόγελωντάση, διάθεση για γέλιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)-* + -γελως (< γέλως, -ωτος), πρβλ. μισό-γελως].
Dictionary of Greek. 2013.